Πτώση κατά 6,8% (298 χιλ. άτομα) σημείωσε το 2011 σε σχέση με το 2010 ο μέσος αριθμός των απασχολουμένων σύμφωνα με την Έρευνας Εργατικού Δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, με συνέπεια το τελευταίο τρίμηνο του περασμένου έτους ο αριθμός των απασχολουμένων να πέσει για πρώτη φορά κάτω από τα 4 εκατομμύρια στο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας.
Όπως αναφέρει η ICAP Group σε μελέτή της για την απασχόληση στην Ελλάδα το 2011 οι εξελίξεις στην Ελλάδα επιδεινώθηκαν πέρα από κάθε προσδοκία, αφού οι μεταβολές των μακροοικονομικών μεγεθών ήταν κατά πολύ δυσμενέστερες, διαψεύδοντας όλες τις προβλέψεις που είχαν γίνει από εγχώριους φορείς και από διεθνείς οργανισμούς, οι οποίες απέτυχαν να εκτιμήσουν το εύρος της πτώσης στην τελική εγχώρια ζήτηση. Η ύφεση επεκτάθηκε το 2011 και το ΑΕΠ κατέγραψε πτώση 6,9% σε ετήσια βάση, ενώ συμπληρώνεται μία πενταετία συνεχούς συρρίκνωσής του.
Η δραματική αυτή επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας είχε άμεσο αντίκτυπο στο μέτωπο της απασχόλησης, με τις δυσμενείς συνέπειες να πλήττουν κυρίως τον ιδιωτικό τομέα. Σε αυτές τις συνθήκες είναι σημαντικό να δοθεί μια σαφής εικόνα των εξελίξεων, όσον αφορά την εξέλιξη στο μέτωπο της απασχόλησης και ιδιαίτερα εκείνο της ανεργίας, το ποσοστό της οποίας συνέχισε να αυξάνεται με έντονο ρυθμό.
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ – ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ο μέσος αριθμός των απασχολουμένων μειώθηκε κατά 6,8% (298 χιλ. άτομα) το 2011 σε σχέση με το 2010. Επισημαίνεται ότι, η επιδείνωση ήταν ταχεία και εντεινόμενη στη διάρκεια του έτους, με συνέπεια το τελευταίο τρίμηνο του 2011 ο αριθμός των απασχολουμένων να πέσει για πρώτη φορά κάτω από τα 4 εκατομμύρια στο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας.
Η κάμψη της απασχόλησης συνεχίζεται και στο 2012, αφού ο αριθμός των απασχολουμένων κατά το Α’ Τρίμηνο του έτους μειώθηκε σε 3.837,9 χιλ., που συνεπάγεται ότι σε ένα χρόνο υπήρξε απώλεια 356,5 χιλ. θέσεων εργασίας, ενώ στη διετία 2010-2012 (Α’ Τρίμηνο) η μείωση των θέσεων εργασίας διαμορφώθηκε σε 587,7 χιλ. Το γεγονός αυτό αποτελεί το σημαντικότερο ίσως αντίκτυπο της συνεχιζόμενης οικονομικής ύφεσης στη χώρα.
Σχετικά με τη σύνθεση, το εργατικό δυναμικό των 4.958 χιλ. ατόμων της Ελλάδος αντιστοιχούσε στο 53% του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (άτομα ηλικίας > 15 ετών), ενώ ο αριθμός των απασχολουμένων, ο οποίος διαμορφώθηκε σε 3.837,9 χιλ. άτομα (Α΄ Τρίμηνο 2012) αντιστοιχεί στο 41% του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας.
Από την άλλη πλευρά, κατά το Α’ Τρίμηνο του 2012, 4.404,3 χιλ. άτομα (το 47% του παραγωγικού πληθυσμού) δεν ήταν ενταγμένα στην αγορά εργασίας, ήταν δηλαδή οικονομικά μη ενεργοί.
Αναλύοντας τα τριμηνιαία στοιχεία που δημοσιεύει η ΕΛ.ΣΤΑΤ., παρατηρείται ότι η αύξηση της ανεργίας τα έτη 2009 και 2010 δεν προήλθε μόνο από τη μείωση της απασχόλησης, αλλά και από την αύξηση του εργατικού δυναμικού. Ωστόσο εντύπωση προκαλεί η μείωση του εργατικού δυναμικού από το 2011, για πρώτη φορά τα τελευταία τουλάχιστον 6 χρόνια.
Η μείωση αυτή ενδέχεται να οφείλεται σε διάφορους λόγους όπως στη σημαντική άνοδο του πλήθους των ατόμων που ενώ βρέθηκαν χωρίς απασχόληση αποθαρρύνονται από την αποτυχία εύρεσης εργασίας και σταματούν την αναζήτηση, είτε στην αυξημένη αποχώρηση λόγω συνταξιοδότησης, κ.ά.
Εξετάζοντας τις μεταβολές στον αριθμό των απασχολουμένων φαίνεται ότι, ενώ αρχικά (δηλ. κατά το εννιάμηνο του 2009) η μείωση αφορούσε μόνο τους άνδρες απασχολούμενους, από το Δ΄ Τρίμηνο του 2009, η κρίση έπληξε και τη γυναικεία απασχόληση. Σε γενικές γραμμές η μείωση αφορά όλες τις ηλικιακές ομάδες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ωστόσο μεγαλύτερες μειώσεις, σε απόλυτα μεγέθη, καταγράφονται στις ηλικιακές ομάδες 30-44 και 45-64.
Η απασχόληση το 2009 ξεκίνησε να μειώνεται λόγω της μείωσης της πλήρους απασχόλησης, ενώ αντίθετα ο αριθμός των μερικώς απασχολούμενων εργαζομένων παρουσίαζε αύξηση. Ωστόσο από το Β΄ Τρίμηνο του 2011, περιορίσθηκαν και οι θέσεις μερικής απασχόλησης γεγονός που παραπέμπει στην όξυνση της κρίσης. Παρόλα αυτά, το ποσοστό της μερικής απασχόλησης βαίνει αυξανόμενο τα τελευταία έτη (7,2% το Α΄ Τρίμηνο του 2012, έναντι 6,8% το Α΄ Τρίμηνο του 2011).
Αναφορικά με τη μείωση της απασχόλησης, σύμφωνα και με τα στοιχεία του Α΄ Τριμήνου του 2012 αυτή προήλθε κυρίως από τους κλάδους του χονδρικού-λιανικού εμπορίου (-88,3 χιλ. άτομα), της μεταποίησης (-65,1 χιλ. άτομα), των κατασκευών (-48,3 χιλ. άτομα), κ.α. Μείωση καταγράφηκε και στον πρωτογενή τομέα (γεωργία, δασοκομία και αλιεία), ο οποίος μέχρι το Γ΄ Τρίμηνο του 2010 παρουσίαζε αξιόλογη αύξηση.
Περαιτέρω, εξετάζοντας τις μεταβολές της απασχόλησης ανά μορφωτικό επίπεδο, διαπιστώνεται ότι η κρίση επηρέασε τους απασχολούμενους κάθε μορφωτικού επιπέδου, με εξαίρεση αυτούς με διδακτορικό ή μεταπτυχιακό.
Ειδικότερα κατά κύριο λόγο μειώνονται οι απασχολούμενοι με απολυτήριο δημοτικού και αυτοί με απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης, αλλά και οι απόφοιτοι Τ.Ε.Ι, ενώ από το δεύτερο εξάμηνο του 2011 σημαντική μείωση παρουσιάζεται και στους αποφοίτους Α.Ε.Ι. Όσον αφορά την αύξηση της απασχόλησης των κατόχων μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου, αυτή αποδίδεται στην υποκατάσταση εργαζομένων με λιγότερα εκπαιδευτικά προσόντα και όχι απαραίτητα στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου.
Το πλήθος των ανέργων εκτινάχθηκε κατά το 2011, ξεπερνώντας για πρώτη φορά το επίπεδο του 1 εκατομμυρίου, ενώ το Α΄ τρίμηνο του 2012 διευρύνθηκε περαιτέρω. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., κατά το Α΄ Τρίμηνο του 2012, ο αριθμός των ανέργων στη χώρα μας ανήλθε σε 1.120.097 άτομα, αυξημένος κατά 9,2% σε σχέση με το Δ΄ Τρίμηνο του 2010 και κατά 41,3% έναντι του Α΄ Τριμήνου του 2011 (792.601 άνεργοι).
Το μέσο ετήσιο ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε δραματικά την τελευταία διετία, ανερχόμενο σε 17,7% το 2011, υψηλότερο κατά 5,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Το τελευταίο τρίμηνο του 2011 το ποσοστό ανεργίας εκτινάχθηκε στο 20,7%, ενώ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2012 έφθασε στο 22,6%.
Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας το ποσοστό ανεργίας – υποαπασχόλησης ανέρχεται στο επίπεδο του 24,7% στο τέλος του 2011, εάν συνυπολογισθεί και το πλήθος των ατόμων που δεν αναζητούν πλέον εργασία λόγω αποθάρρυνσης ή για άλλους λόγους, όπως και εκείνων που εργάζονται αναγκαστικά με μορφές μερικής απασχόλησης (λόγω αδυναμίας να βρουν πλήρη). Μάλιστα στελέχη του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ εκτιμούν ότι ο δείκτης της πραγματικής ανεργίας θα ξεπεράσει το 26% στα τέλη του 2012.
Χαρακτηριστικά της ανεργίας κατά το Α΄ Τρίμηνο του 2012
Η άνοδος του ποσοστού ανεργίας συνοδεύτηκε και από διαφοροποίηση της σύνθεσης των ανέργων ως προς διάφορα χαρακτηριστικά (ηλικία, φύλλο, μόρφωση κλπ.). Εξετάζοντας τη σύνθεση των συνολικά καταγεγραμμένων ανέργων με βάση την ηλικία προκύπτουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
Από τους 1.120.097 άνεργους (Α΄ Τρίμηνο του 2012), ποσοστό 42% (470,9 χιλ. περίπου) είναι άτομα ηλικίας 30-44 ετών, ενώ το 24% (269,2 χιλ. άτομα) είναι ηλικίας 45-64 ετών.
Λαμβάνοντας όμως υπόψη τον πληθυσμό κάθε ηλικιακής ομάδας και τους αντίστοιχους ανέργους της, φαίνεται ότι η ομάδα που κατ’ εξοχήν πλήττεται από την ανεργία είναι οι νέοι και ειδικότερα τα άτομα ηλικίας 15-19 και 20-24, όπου το ποσοστό ανεργίας τους είναι το υψηλότερο, καθώς φτάνει το 63,6% και το 50,9% αντίστοιχα κατά το Α’ Τρίμηνο του 2012.
Το ποσοστό ανεργίας των γυναικών είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με αυτό των αντρών, και συγκεκριμένα 26,5% για τις γυναίκες, έναντι 19,7% για τους άντρες.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί και το γεγονός της διεύρυνσης της ομάδας των μακροχρόνια ανέργων (δηλαδή όσοι αναζητούν εργασία πάνω από 12 μήνες), γεγονός που καταδεικνύει ότι η οικονομική κρίση καθιστά ολοένα δυσκολότερη τη μετάβαση από την ανεργία στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (Α΄ Τρίμηνο του 2012), από το σύνολο των ανέργων το 56,5% (632,5 χιλ.) είναι μακροχρόνια άνεργοι, ενώ το 23,8% είναι νέοι άνεργοι, δηλαδή εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση.
Όσον αφορά την κατανομή της ανεργίας σε σχέση με το επίπεδο εκπαίδευσης, παρατηρείται ότι το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας καταγράφεται σε όσους δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (34,3%) και όσοι δεν έχουν ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση (33,1%). Ακολουθούν οι απόφοιτοι Γυμνασίου (25,2%) και οι απόφοιτοι Ανώτερης Τεχνολογικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (24,7%). Τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό (12%) και στους πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (15,7%), ωστόσο και σε αυτές τις κατηγορίες τα ποσοστά ανεργίας τους αυξήθηκαν σημαντικά κατά το πρώτο τρίμηνο του 2012.
Συμπερασματικά, η επιδείνωση στην αγορά εργασίας είναι ραγδαία, λόγω της συνεχιζόμενης και παρατεταμένης ύφεσης με συνέπεια ο χάρτης της Αγοράς Εργασίας να αλλάζει, με έντονα αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση.
Ο κ. Νικήτας Κωνσταντέλλος, Διευθύνων Σύμβουλος της ICAP Group, σχολιάζοντας τα συμπεράσματα της σημαντικής Μελέτης, ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Οι ανατροπές στην οικονομία γενικά και στην αγορά εργασίας ειδικότερα είναι ραγδαίες και σε αρνητική κατεύθυνση. Η επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας η οποία διανύει το πέμπτο έτος σε περιβάλλον ύφεσης (που σωρευτικά θα αγγίζει το 20%), είχε δραματικό αντίκτυπο αφού μόνο σε ένα έτος υπήρξε απώλεια 357.000 θέσεων εργασίας. Παράλληλα, η ανεργία καλπάζει φθάνοντας το Μάρτιο τους 1.120.000 ανέργους ήτοι το 22,6% του εργατικού δυναμικού. Αν δε, αναλογιστούμε ότι στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα η ανεργία είναι πρακτικά μηδενική, τότε η ανεργία στον ιδιωτικό Τομέα, ως ποσοστό, προσεγγίζει το 30%. Ο χάρτης, λοιπόν, της Αγοράς Εργασίας αλλάζει, με συνέπεια πολλές ιδιωτικές εταιρείες, να αναγκάζονται λόγω της παρατεταμένης κρίσης, να μειώνουν το προσωπικό τους. Για το λόγο αυτό, ο ρόλος της Πολιτείας είναι κρισιμότερος από ποτέ. Εάν δεν στηρίξει τον ιδιωτικό τομέα, οποιαδήποτε προσδοκία ανάκαμψης σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα θα διαψευσθεί. Επιπροσθέτως, η ευθύνη των Επιχειρηματιών και των Ανωτάτων Στελεχών του ιδιωτικού τομέα να επενδύσουν και να διαφυλάξουν όσο γίνεται τις θέσεις εργασίας, είναι σήμερα υψίστης σημασίας. Η ICAP Group στην προσπάθειά της να συμβάλει προς τη σωστή κατεύθυνση, αναδεικνύει παραδείγματα επιχειρήσεων που διακρίνονται στην αρνητική σημερινή συγκυρία. Αυτές οι επιχειρήσεις που συνεχίζουν να επενδύουν και να παρουσιάζουν βέλτιστες πρακτικές στους τομείς Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού και Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, συνδυάζουν την επιδίωξη της επιχειρηματικής επιτυχίας με την κοινωνική προσφορά. Εμείς επιθυμούμε να αναδείξουμε μέσα από ποικίλες πρωτοβουλίες μας τις εταιρείες αυτές και θα συνεχίσουμε προς την κατεύθυνση αυτή πιστεύοντας ότι η έξοδος από την κρίση αλλά και η πρόοδος θα έρθουν μέσα από την ανάπτυξη του υγιούς Ιδιωτικού Τομέα.»
Πηγή:www.capital.gr