Οι γυναίκες που είναι μακροχρόνια υπέρβαρες αντιμετωπίζουν σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου της μήτρας, όπως συμπέρανε μία νέα διεθνής επιστημονική μελέτη με τη συμμετοχή Ελλήνων επιστημόνων της διασποράς.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Έμα Χέιζελγουντ του βρετανικού Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «BMC Medicine», ανέλυσαν στοιχεία από περίπου 120.000 γυναίκες από διάφορες χώρες (Βρετανία, ΗΠΑ, Βέλγιο, Γερμανία, Πολωνία, Σουηδία, Αυστραλία), από τις οποίες οι 13.000 είχαν διαγνωστεί με καρκίνο της μήτρας.
Η ανάλυση βρήκε ότι για κάθε πέντε έξτρα μονάδες μάζας σώματος (ΒΜΙ) ο κίνδυνος ενδομήτριου καρκίνου αυξάνεται κατά 88%, δηλαδή σχεδόν διπλασιάζεται. Ο εν λόγω καρκίνος -ο συχνότερος γυναικολογικός στις ανεπτυγμένες χώρες- είναι ένας από τους καρκίνους που συνδέεται στενότερα με την παχυσαρκία.
Η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο του συγκεκριμένου καρκίνου μέσω των ορμονών. Σύμφωνα με τη μελέτη, ιδίως δύο ορμόνες -ινσουλίνη και τεστοστερόνη- αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου της μήτρας. Στο μέλλον μπορεί να υπάρξουν φαρμακευτικές παρεμβάσεις στο επίπεδο αυτών των ορμονών σε υπέρβαρες γυναίκες υψηλού κινδύνου για καρκίνο. Για παράδειγμα, ένα κοινό αντιδιαβητικό φάρμακο, όπως η μετφορμίνη, θα μπορούσε να μειώσει τα επίπεδα των ορμονών και κατ' επέκταση τον κίνδυνο καρκίνου της μήτρας.
Η κ. Χέιζελγουντ δήλωσε ότι «οι σύνδεσμοι ανάμεσα στην παχυσαρκία και στον καρκίνο της μήτρας είναι καλά γνωστοί, αλλά η μελέτη μας είναι μία από τις μεγαλύτερες που διερεύνησε γιατί αυτό συμβαίνει σε μοριακό επίπεδο. Στόχος μας είναι να κάνουμε περαιτέρω έρευνες για να δούμε πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις πληροφορίες, ώστε να συμβάλουμε προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος καρκίνου στους ανθρώπους με παχυσαρκία».
«Γνωρίζουμε ήδη ότι το να είναι κανείς υπέρβαρος ή παχύσαρκος αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης 13 διαφορετικών τύπων καρκίνου. Για να μειωθεί αυτός ο κίνδυνος είναι σημαντικό να διατηρούμε ένα υγιές βάρος κάνοντας μία ισορροπημένη διατροφή και ασκούμενοι σωματικά», ανέφερε η δρ Τζούλι Σαρπ της βρετανικής οργάνωσης ερευνών για τον καρκίνο Cancer Research UK.