Η υλοποίηση της έρευνας είχε ως στόχο την αποτίμηση της αναπτυξιακής δυναμικής των επιχειρήσεων – μελών του ΕΒΕΑ, στους κλάδους δραστηριοποίησής τους, κατά το τελευταίο τρίμηνο (Οκτ. – Δεκ. 2023). Ειδικότερα, η εν λόγω έρευνα, που θα επαναλαμβάνεται ανά τρίμηνο, αποσκοπεί στη «χαρτογράφηση» και αποτύπωση του κλίματος που επικρατεί στις επιχειρήσεις του αντίστοιχου οικοσυστήματος, αναδεικνύοντας, παράλληλα, τα βασικά ζητήματα που επηρεάζουν και διαμορφώνουν την ελληνική επιχειρηματικότητα, με έμφαση στην εξαγωγική δραστηριότητα και στην ψηφιακή και πράσινη μετάβασή τους.
Ως προς την εξαγωγική τους δραστηριότητα, είναι θετικό ότι η μεγάλη πλειονότητα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων έχουν ή σκοπεύουν να αποκτήσουν εξαγωγική δραστηριότητα και εμφανίζονται πιο εξωστρεφείς από τις πολύ μικρές. Σε αυτό το πλαίσιο, περίπου 2 στις 3 εξαγωγικές επιχειρήσεις εξάγουν σε 1-10 αγορές σήμερα. Σε επίπεδο κλάδου, ιδιαίτερα αναπτυγμένη εξαγωγική δραστηριότητα ή πρόθεση για απόκτησή της, έχουν οι επιχειρήσεις των κλάδων του χονδρικού εμπορίου και της μεταποίησης, ενώ οι περισσότερες επιχειρήσεις στους κλάδους του λιανικού εμπορίου, των κατασκευών, των υπηρεσιών, των ΤΠΕ, δεν έχουν ή δε σκοπεύουν να αποκτήσουν εξαγωγική δραστηριότητα. Ως προς τα σημαντικότερα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις σχετικά με την ανάπτυξη της εξαγωγικής τους δραστηριότητας, εκείνα απορρέουν από κρίσεις και αναταράξεις στη διεθνή σκηνή (43%), την έλλειψη κατάλληλα καταρτισμένου προσωπικού (37%) και τη δυσκολία αξιοποίησης πιθανών ευκαιριών (36%). Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα θετικό ότι περίπου το 70% των επιχειρήσεων διαβλέπουν σταθερότητα και ελαφριά ενίσχυση της εξαγωγικής τους δραστηριότητας, κατά το προσεχές διάστημα. Είναι αξιοσημείωτο ότι η πλειονότητα των μεσαίων επιχειρήσεων (~60%) δηλώνει ότι θα επέλθει ελαφριά ενίσχυση των εξαγωγών τους.
Αναφορικά με την ψηφιακή μετάβαση, για περισσότερες από 4 στις 5 επιχειρήσεις, αυτή θεωρείται πολύ σημαντική για την εξασφάλιση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και περισσότερες από 3 στις 5 δηλώνουν ότι διαθέτουν – σε ικανοποιητικό βαθμό – την απαραίτητη τεχνογνωσία για συναφή θέματα. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι ο βαθμός σημαντικότητας του ψηφιακού μετασχηματισμού εμφανίζεται ανάλογος του μεγέθους της επιχείρησης – οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις φαίνεται να συγκαταλέγουν την ψηφιακή μετάβαση μεταξύ των πλέον κυριαρχικών στρατηγικών τους, ενώ οι μικρότερες φαίνεται να αναγνωρίζουν σε μικρότερο βαθμό τα οφέλη της ψηφιακής ωριμότητας. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι μικροί επιχειρηματίες δεν επενδύουν τόσο εύκολα σε έργα με τα οποία δεν είναι εξοικειωμένοι, γεγονός που συνδέεται με την έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων των στελεχών και εργαζομένων σε αυτές τις επιχειρήσεις.
Σχετικά με την πράσινη μετάβαση, είναι μείζονος σημασίας για περίπου το 60% των επιχειρήσεων, αξιοσημείωτο είναι ότι το 55% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι δεν διαθέτει την απαραίτητη τεχνογνωσία σχετικά με θέματα πράσινης μετάβασης, σε ικανοποιητικό βαθμό. Ιδίως οι πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν πολύ πιο περιορισμένη τεχνογνωσία σε θέματα πράσινης μετάβασης. Ως εκ τούτου, φαίνεται πως οι περισσότερες εξ αυτών αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες κατά τη μετάβασή τους σε πιο βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα.
Όσον αφορά στην επάρκεια των υφιστάμενων κινήτρων για ψηφιακές και πράσινες επενδύσεις, η πλειονότητα των επιχειρήσεων και ιδίως των πολύ μικρών, δεν είναι πολύ ικανοποιημένες. Πιο συγκεκριμένα, 8 στις 10 πολύ μικρές επιχειρήσεις δεν θεωρούν επαρκή τα κίνητρα που σχετίζονται με τις πράσινες και ψηφιακές επενδύσεις. Συνεπώς, και με δεδομένο ότι υπάρχει διαθέσιμη πληθώρα τέτοιων κινήτρων, γίνεται σαφής η ανάγκη για ενίσχυση των σχετικών δράσεων διάχυσης και επικοινωνίας.