Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας μελέτης που πραγματοποίησαν Αμερικάνοι επιστήμονες, με επικεφαλής τον Δρα Philip Mudd, της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον στο Σεντ Λούις, η πλειοψηφία των ασθενών που παρουσιάζουν μέτρια ως σοβαρή λοίμωξη Covid-19 δεν εμφανίζουν υπερ-φλεγμονή και υπερ-αντίδραση του ανοσοποιητικού τους συστήματος («καταιγίδα κυτταροκινών» ή κυττοκινών) και συνεπώς δεν χρειάζονται θεραπεία με χορήγηση στεροειδών, όπως η δεξαμεθαζόνη.
Οι πρωτεΐνες κυττταροκίνες (ή κυτοκίνες) εκκρίνονται από τα κύτταρα του αίματος για τον συντονισμό της ανοσιακής αντίδρασης του σώματος, πυροδοτώντας τη διαδικασία της φλεγμονής. Όταν η υπερβολική παραγωγή τους οδηγεί σε υπερ-φλεγμονή και προκαλεί βλάβη στους ιστούς, τότε εκδηλώνεται η «καταιγίδα» τους. Τα στεροειδή φάρμακα, όπως η δεξαμεθαζόνη, που χορηγούνται σε ασθενείς για την αντιμετώπιση τέτοιων «καταιγίδων», μπορούν να φέρουν αποτελέσματα αντίθετα από τα επιθυμητά, όταν δίνονται σε ασθενείς των οποίων η ανοσιακή αντίδραση δεν είναι υπερβολική, επισημαίνουν οι ειδικοί. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο σε συγκεκριμένες, σοβαρότερες περιπτώσεις.
Στο πλαίσιο της έρευνάς τους, οι επιστήμονες μελέτησαν περιπτώσεις ενήλικων ασθενών, 168 με λοίμωξη Covid-19, 26 με γρίπη, καθώς και περιπτώσεις 16 ανθρώπων που δεν παρουσίαζαν προβλήματα υγείας. Από τη συγκριτική ανάλυση των δεδομένων φάνηκε ότι οι ασθενείς με κορονοϊό που εμφάνιζαν μια απειλητική για τη ζωή τους υπερ-φλεγμονή και υπερ-αντίδραση του ανοσοποιητικού τους συστήματος ήταν λιγότεροι (σε ποσοστό μικρότερο του 5%) σε σχέση με όσους είχαν γρίπη και εμφάνιζαν την αυτοκαταστροφική «καταιγίδα κυτταροκινών».
Όπως επισήμανε ο Δρ. Paul Thomas -του τμήματος Ανοσολογίας του Ερευνητικού Νοσοκομείου Παίδων St.Jude- «Ο μέσος άνθρωπος με Covid-19, ακόμη και ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή νόσο, έχει μικρότερη φλεγμονή από ό,τι ο μέσος άνθρωπος με γρίπη. Τα ευρήματα δείχνουν ότι η θεραπεία καταστολής της φλεγμονής μπορεί να είναι αποτελεσματική, μόνο σε μια μειονότητα των ασθενών που έχουν προφίλ υπερ-φλεγμονής».
Αυτό που χρειάζεται, τονίζουν οι επιστήμονες, είναι η αξιοποίηση γρήγορων, αξιόπιστων και οικονομικών τεστ, τα οποία θα μετρούν τα επίπεδα των κυτταροκινών, έτσι ώστε να είναι πιο ξεκάθαρο ποιες (σοβαρές) περιπτώσεις ασθενών μπορεί να ωφελήσει η ανοσοκατασταλτική θεραπεία για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων «καταιγίδων» στον οργανισμό. Σύμφωνα με τα ευρήματα νεότερων μελετών πάντως, ο ρόλος των «καταιγίδων κυτταροκινών» περιορίζεται σε έναν σχετικά μικρό αριθμό ασθενών.
Οι επιστήμονες δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της έρευνάς τους στο επιστημονικό περιοδικό «Science Advances».
Στο μεταξύ ενθαρρυντικά, ως προς τη θεραπεία ασθενών με κορονοίό, είναι τα αποτελέσματα μιας δεύτερης μελέτης, σύμφωνα με τα ευρήματα της οποίας, το φάρμακο baricitinib (μπαρισιτινίμπη) -που χορηγείται σε πάσχοντες από ρευματοειδή αρθρίτιδα– μπορεί να βοηθήσει στην επιβίωση ασθενών με σοβαρή λοίμωξη Covid-19.
Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής έρευνας, στην οποία συμμετείχε και ο Έλληνας επιστήμονας Γιώργος Δρανίτσαρης, του τμήματος Αιματολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, μελετήθηκαν οι περιπτώσεις 601 ασθενών, στην Ιταλία και στην Ισπανία. Οι ειδικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ένας αναστολέας των κινασών JAK, το φάρμακο μπαρισιτινίμπη, μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της επιβίωσης ασθενών με σοβαρή λοίμωξη της νόσου που προκαλείται από τον κορονοϊό SARS-CoV-2, κυρίως μέσω της καταστολής της «καταιγίδας κυτταροκινών» στον οργανισμό τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι ασθενείς που έλαβαν το φάρμακο μπαρισιτινίμπη , χρειάστηκαν διασωλήνωση σε ΜΕΘ ή πέθαναν σε ποσοστό μειωμένο κατά το μισό (16,9%), σε σύγκριση με όσους δεν είχαν ακολουθήσει τη συγκεκριμένη θεραπεία (34,9%).
Σε εξέλιξη βρίσκονται και άλλες, μεγαλύτερες, τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές του φαρμάκου μπαρισιτινίμπη σε ασθενείς.
Τα ευρήματα της εν λόγω μελέτης δημοσιεύτηκαν επίσης στο περιοδικό «Science Advances».