Επιστήμονες από τη Βρετανία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ κατάφεραν να αποκωδικοποιήσουν τμήματα-«κλειδιά» του πολύπλοκου γενετικού κώδικα του σιταριού, που αποτελεί μια από τις σημαντικότερες σοδειές σε παγκόσμιο επίπεδο. Το νέο επίτευγμα που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Nature» εκτιμάται ότι θα βελτιώσει την απόδοση των καλλιεργειών καθώς και την ασφάλεια των τροφίμων.
Η ερευνητική ομάδα ελπίζει ότι τα νέα στοιχεία θα επιταχύνουν την ανάπτυξη ποικιλιών σιταριού οι οποίες θα ανθίστανται σε «εχθρούς» όπως οι ασθένειες και η ξηρασία. Το γεγονός αυτό θεωρείται άκρως σημαντικό καθώς το 2012 η συγκομιδή σιταριού επλήγη από ακραία καιρικά φαινόμενα που έλαβαν χώρα σε διαφορετικές μεριές του πλανήτη με αποτέλεσμα η τιμή του δημητριακού να ανέβει κατακόρυφα.
Το 2011 καταναλώθηκαν 681 εκατομμύρια τόνοι σιταριού που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ψωμιού – ο αριθμός αυτός χαρίζει στο σιτάρι την τρίτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης παραγωγής σοδειών για ανθρώπινη κατανάλωση (πίσω από το καλαμπόκι και το ρύζι) και αντιστοιχεί στο περίπου 20% των συνολικών θερμίδων που καταναλώθηκαν από τον παγκόσμιο πληθυσμό τη χρονιά που μας πέρασε.
Η νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο «Nature» βασίστηκε σε προηγούμενη δημοσίευση του «προσχεδίου» του γονιδιώματος του σιταριού η οποία και οδήγησε στην ανάπτυξη εργαλείων χρήσιμων για την αναλυτική αποκωδικοποίηση τμημάτων του γονιδιώματος. Εντοπίστηκαν περί τα 96.000 γονίδια ενώ έπεσε φως και στην «επικοινωνία» μεταξύ τους.
«Το σιτάρι του ψωμιού είναι ένα πολύπλοκο υβρίδιο το οποίο αποτελείται από τα γονιδιώματα τριών συγγενικών ποικιλιών. Αυτό καθιστά το γονιδίωμά του τεράστιο και σύνθετο – συνολικά πέντε φορές μεγαλύτερο από το ανθρώπινο γονιδίωμα» ανέφερε ο Κλάους Μάγιερ από το Κέντρο Χέλμχολτς στο Μόναχο που ήταν εκ των επικεφαλής της μελέτης.
«Ενας από τους σημαντικότερους λόγους για τους οποίους το σιτάρι που χρησιμοποιείται στο ψωμί καλλιεργείται σε ολόκληρο τον κόσμο είναι ότι μπορεί να προσαρμοστεί στα τοπικά περιβάλλοντα» εξήγησε από την πλευρά του ο Νιλ Χολ από το Ινστιτούτο Βιολογίας του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ ο οποίος ήταν εκ των συγγραφέων της μελέτης και προσέθεσε: «Τα εργαλεία που δημιουργήσαμε θα επιτρέψουν να εντοπίζονται ταχύτερα τα χαρακτηριστικά εκείνα του γονιδιώματος του σιταριού που του χαρίζουν την προσαρμοστικότητά του και με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά θα δημιουργηθούν νέες, ανθεκτικότερες ποικιλίες».
Οι ερευνητές τονίζουν ότι τόσο οι επιστήμονες όσο και οι καλλιεργητές θα μπορούν με βάση τους νέους γενετικούς δείκτες που προέκυψαν από τη μελέτη να επιλέγουν φυτά με τους κατάλληλους συνδυασμούς γονιδίων. «Με τους δείκτες αυτούς οι καλλιεργητές θα μπορούν να βρίσκουν το γενετικό ‘προφίλ’ των φυτών όταν καλλιεργούν νέες ποικιλίες. Θα είναι έτσι σε θέση να σταματούν την καλλιέργεια των φυτών που δεν διαθέτουν τα επιθυμητά χαρακτηριστικά και να επιταχύνουν την παραγωγή φυτών που πληρούν τις ‘γονιδιακές’ προϋποθέσεις» σημείωσε ο καθηγητής Μάικ Μπέβαν από το Κέντρο John Innes στο Νόρφολκ που επίσης συμμετείχε στη μελέτη.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Χολ αν και είναι δύσκολο να προβλεφθεί πότε θα εμφανιστούν οι πρώτες ποικιλίες σιταριού που θα έχουν προκύψει από εφαρμογή της νέας τεχνικής, είναι πιθανό κάτι τέτοιο να συμβεί μετά από μια πενταετία.
Πηγή: http://www.tovima.gr/science/medicine-biology/article/?aid=486258