«Οι πρόγονοί μου ήρθαν στην Αμερική το 1966. Η ιστορία τους είναι μια κλασική ιστορία μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αφησαν πίσω τους τα Καλάβρυτα και ήρθαν στην Αμερική αναζητώντας την ευκαιρία, την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Οπως πολλοί άλλοι. Ο παππούς μου ήταν τραυματίας πολέμου αλλά τα αδέλφια του, που ήδη είχαν μπαρκάρει, τον βοήθησαν να φύγει από την Ελλάδα. Ο πατέρας μου ήταν μόλις 16 τότε. Δούλευε. Οχι σε μια δουλειά, έκανε πολλές. Επρεπε να βοηθήσει την οικογένειά του. Το 1974 γύρισαν οικογενειακώς στο χωριό στην Ελλάδα. Εκεί ο πατέρας μου γνώρισε μια κοπέλα. Την ερωτεύτηκε και παντρεύτηκαν. Η μητέρα μου άφησε την Ελλάδα για να τον ακολουθήσει στην Αμερική. Σύντομα έκαναν εμάς. Τρία αδέλφια είμαστε. Είμαι Ελληνας 100% – η πρώτη φουρνιά από το σόι που γεννήθηκε στην Αμερική. Δεύτερης γενιάς Ελληνας».
Μα πώς ένας πτυχιούχος φιλόλογος αποφασίζει να γίνει υποδηματοποιός; «Ο πατέρας μου άνοιξε ένα μικρό τσαγκαράδικο στο Σικάγο. Εκεί πήγαινα από μικρό παιδί. Οι περισσότερες παιδικές αναμνήσεις μου είναι από αυτό το κατάστημα. Εμαθα να δένω τα κορδόνια μου κάνοντας πρακτική στα κορδόνια των παπουτσιών που επιδιόρθωνε ο μπαμπάς μου. Στο δημοτικό ξεκίνησα να δουλεύω. Γυάλιζα τα παπούτσια. Στο λύκειο άρχισα να μαθαίνω την τέχνη. Πώς να επιδιορθώνω τα τακούνια των παπουτσιών, πώς να αλλάζω σόλες. Μόλις αποφοίτησα από το κολέγιο θέλησα να επιστρέψω και να συνεχίσω τη μαθητεία μου. Οταν μάλιστα δεν μπορούσα να βρω τα παπούτσια που ήθελα να αγοράσω, ξεκίνησα να σχεδιάζω. Σύντομα μπήκαν τα θεμέλια για την επιχείρησή μου, την Oak Street Bootmakers. Οι γονείς μου κατάγονται από ένα μικρό αγροτικό χωριό. Ηθελαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Ο αδελφός μου, για παράδειγμα, είναι γιατρός. Η αδελφή μου, όπως κι εγώ, έχουμε μεταπτυχιακό».
Τα χειροποίητα μποτάκια της Oak Street Bootmakers θέλουν δουλειά έξι εβδομάδων για να ολοκληρωθούν
Πόσος χρόνος απαιτείται για ένα ζευγάρι χειροποίητα παπούτσια; «Το πιο σημαντικό κομμάτι στη δουλειά μου είναι τα δέρματα. Εμείς βρήκαμε ένα βυρσοδεψείο που λειτουργεί από το 1905. To Horween Tannery στο Σικάγο. Παράγουν μερικά από τα καλύτερα δέρματα παγκοσμίως. Εξι εβδομάδες χρειάζονται για τα δικά μας δέρματα. Μόλις τα παραλάβουμε, μας παίρνει άλλες έξι εβδομάδες για να κατασκευάσουμε ένα μόνο ζευγάρι. Αλλά δουλεύουμε με τα χέρια μας. Οι μάστορές μας, οι τεχνίτες μας, έχουν πάνω από 20 χρόνια πείρας»
Γιατί επέλεξε να λανσάρει την επιχείρηση διαδικτυακά ως online store; «Το Oak Street Bootmakers ξεκίνησε απλά ως μια ιδέα. Σκοπός μας, να φτιάξουμε το καλύτερο ζευγάρι παπουτσιών. Δεν θέλαμε να μας αποσπάσει την προσοχή η δημιουργία ενός καταστήματος.
Ούτε θέλαμε να ξεφύγουμε στις τιμές. Προσπαθήσαμε να τις κρατήσουμε σε λογικά πλαίσια. Και είμαστε ευλογημένοι γιατί έχουμε πιστό πελατολόγιο. Πολλοί έχουν δύο-τρία ζευγάρια μας, αλλά οι περισσότεροι επιστρέφουν και έχουν αποκτήσει παραπάνω. Πεθαίνει η τέχνη του χειροποίητου παπουτσιού στην Αμερική. Εχουν μείνει ελάχιστοι ικανοί τεχνίτες που ξέρουν να φτιάξουν ένα ζευγάρι χρησιμοποιώντας μόνο βελόνα και κλωστή. Είναι μια τέχνη που περνάει από γενιά σε γενιά. Και θέλω να πιστεύω πως βάλαμε ένα λιθαράκι για να συνεχιστεί η παράδοση. Ο μικρότερος τεχνίτης μας είναι 21. Εχει μάθει την τέχνη από τη γιαγιά του. Δεν φαντάζεσαι πόση περηφάνια νιώθει όταν τελειώσει ένα ζευγάρι μπότες».
Πόσο βοήθησαν τα social media και οι fashion bloggers την επιχείρηση; «Εμείς είμαστε ένα μικρό κατάστημα. Δεν πληρώνουμε για διαφήμιση. Επαιξαν λοιπόν τεράστιο ρόλο στη διάδοση του προϊόντος μας. Μας κάνει ευτυχισμένους όταν οι πελάτες μας αναρτούν φωτογραφίες από τα παπούτσια μας στους λογαριασμούς τους σε Instagram και Facebook. Κυρίως, το ότι μας συστήνουν σε φίλους τους. Από στόμα σε στόμα γίναμε γνωστοί».
Πώς έγιναν πελάτες του ο Usher και ο Τζακ Γουάιτ; «Πρόσφατα μας έδωσε την παραγγελία ο Τζακ Γουάιτ. Ενας φίλος του από την προηγούμενη μπάντα τους, The Raconteurs, έχει πολλά ζευγάρια μας. Ετσι μας έμαθε και μας ζήτησε ένα σκούρο μπλε ζευγάρι μπότες, τις Trench Boots. Τις φοράει συνεχώς στην περιοδεία του. Ο Usher μας βρήκε όταν αγόρασε ένα ζευγάρι μας από ένα κατάστημα της Νέας Υόρκης με το οποίο συνεργαζόμαστε. Ο μουσικός Τζάστιν Τάουνς Ιρλε είναι φανατικός πελάτης μας, όπως και ο Τζο Κουόν των The Avett Brothers».
O Γιώργος Βλάγκος περνούσε τα παιδικά του καλοκαίρια στην Ελλάδα. Στο χωριό του. «Οι αναμνήσεις από εκείνες τις διακοπές ήταν οι καλύτερες που μπορεί να έχει ένα παιδί. Μόλις παντρεύτηκα, έφερα τη γυναίκα μου για μήνα του μέλιτος στην Ελλάδα. Θέλω να αποκτήσω σύντομα παιδιά, να έρθουμε ως οικογένεια στο χωριό. Στο σπίτι μιλούσα ελληνικά με τους γονείς μου. Μόνο ελληνικά μας μιλούσαν. Πλέον τα χρησιμοποιώ σπάνια. Χρειάζομαι εξάσκηση». Ενα ταξίδι, όμως, αρκεί για να θυμηθεί τη μητρική του γλώσσα.
Σχετικός σύνδεσμος: thepaper.gr