Όταν οι φωνητικές χορδές καταστραφούν, η βλάβη μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Δεν είναι τόσο απλό, όπως όταν επισκευάζεις ένα βιολί ή αλλάαζεις την χορδή σε μια κιθάρα.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι ερευνητές έχουν εντυπωσιαστεί από την προοπτική των «τεχνητών φωνητικών χορδών». Μια ομάδα αμερικανών επιστημόνων πιστεύουν ότι θα είναι σε θέση να δοκιμάσουν τον συνθετικό ιστό ο οποίος θα μπορεί να προσαρμοστεί στις κατεστραμμένες χορδές. Έχουν ήδη δηλώσει ότι σχετικές δοκιμές που έγιναν σε ζώα ήταν ασφαλείς.
Όταν τα πνευμόνια μας εξάγουν αέρα από τις φωνητικές χορδές, οι δυο πτυχές του ιστού δονούνται για να παράξουν ήχο. Αν πάθουν ζημιά, είτε με το να τεντωθούν πολύ είτε έπειτα από χειρουργική επέμβαση, η φυσική αντίδραση του σώματος είναι να δημιουργήσει ουλές στον ιστό. Σ’ αυτήν την περίπτωση οι φωνητικές χορδές δεν επιδεικνύουν την πρότερη φυσική ευελιξία τους, αφήνοντας τον άνθρωπο ν’ ακούγεται βραχνός.
Oμάδα επιστημόνων στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT) προσπαθούν να αναπτύξουν ένα τεχνητό υλικό που «μιμείται» τις φωνητικές χορδές όσο το δυνατόν καλύτερα.
Έχουν δοκιμάσει ένα τζελ που λέγεται πολυαιθυλενογλυκόλη 30, το οποίο μπορεί να δονηθεί περίπου 200 φορές το δευτερόλεπτο, σχεδόν την ίδια ταχύτητα με τη φωνή μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης.
Ο καθηγητής Ρόμπερτ Λάνγκερ σχολιάζει: «Η συνθετική φωνητική χορδή έχει παρόμοιες ιδιότητες με το υλικό που υπάρχει στις ανθρώπινες χορδές και ανταποκρίνεται σχεδόν το ίδιο στις αλλαγές πίεσης του αέρα».
Μέχρι στιγμής, η διάσημη πρωταγωνίστρια της «Mary Poppins», Tζούλι Άντριους, η οποία έπειτα από εγχείρηση στο λαιμό της το 1997 είδε τις φωνητικές χορδές της να καταστρέφονται, έχει εκφράσει τη στήριξή της στην σχετική έρευνα. Η Άντριους αποφάσισε να εμπλακεί με το ζήτημα, αφού δέχτηκε τις υπηρεσίες του καθηγητή στο ΜΙΤ Steven Zeitels.
«Περίπου το 90% της ανθρώπινης φωνής χάνεται εξαιτίας της χαμένης ‘ευκαμψίας’ της», λέει ο Zeitels και συνεχίζει διαβεβαιώνοντας πως οι δοκιμές σε ζώα φάνηκαν επιτυχημένες.
Ωστόσο, οι περισσότεροι επιστήμονες λένε πως είναι ακόμη νωρίς για την «πλήρη εφαρμογή» του τεχνητού ιστού στο ανθρώπινο σώμα. Το τζελ εκτιμάται ότι θα διαρκέσει για λίγο, κάτι που επιβάλει συχνές ενέσεις -πιθανόν, μέχρι πέντε ετησίως-.
Πηγή:
http://portal.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathciv_1_21/08/2012_457609