Τα τελευταία δεδομένα της έρευνας PMI® υπέδειξαν περαιτέρω, αν και μικρή, επιδείνωση των λειτουργικών συνθηκών στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα.
Η βραδύτερη συνολική υποχώρηση ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της ήπιας συρρίκνωσης της παραγωγής και των νέων παραγγελιών, καθώς και της επιστροφής της απασχόλησης σε ρυθμούς ανάπτυξης, λόγω της αυξημένης επιχειρηματικής εμπιστοσύνης που κατέγραψε υψηλό έξι μηνών.
Παρόλα αυτά, οι νέες εργασίες υποχώρησαν με σταθερό ρυθμό λόγω της ιστορικά εξασθενημένης ζήτησης από την πλευρά των πελατών, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού 2019 (COVID-19).
Εν τω μεταξύ, οι πιέσεις κόστους εντάθηκαν, καθώς οι τιμές εισροών αυξήθηκαν με τον δριμύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα επτά μηνών. Ωστόσο, οι χρεώσεις εκροών συνέχισαν να υποχωρούν.
Ο κύριος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index® – PMI®) είναι ένας σύνθετος δείκτης της απόδοσης της μεταποιητικής οικονομίας. Προέρχεται από δείκτες σχετικά με τις νέες παραγγελίες, την παραγωγή, την απασχόληση, τον χρόνο παράδοσης προμηθειών και τα αποθέματα προμηθειών.
Οποιαδήποτε τιμή πάνω από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50.0 μονάδων υποδεικνύει συνολική βελτίωση των συνθηκών του τομέα.
Ο κύριος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών έκλεισε στις 49.4 μονάδες τον Αύγουστο, τιμή ελαφρώς υψηλότερη από τις 48.6 μονάδες στις αρχές του τρίτου τριμήνου, υποδεικνύοντας ελάχιστη επιδείνωση της υγείας του ελληνικού τομέα μεταποίησης. Παρότι εξακολουθεί να υποδεικνύει αισθητή μεταβολή από την ισχυρή επέκταση που παρατηρήθηκε στις αρχές του έτους, ο ρυθμός συρρίκνωσης ήταν ο δεύτερος βραδύτερος στο τρέχον διάστημα συνεχούς επιδείνωσης.
Η πτώση της παραγωγής εξασθένησε τον Αύγουστο και ήταν οριακή σε γενικές γραμμές. Παρόλα αυτά, οι επιχειρήσεις ανέφεραν ότι η χαμηλότερη παραγωγή ήταν αποτέλεσμα της περαιτέρω μείωσης των νέων παραγγελιών και των ιστορικά υποτονικών συνθηκών ζήτησης. Ορισμένες εταιρείες επισήμαναν, επίσης, ότι το κλείσιμο των επιχειρήσεων των πελατών μετά τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν λόγω του COVID-19, ιδίως στον κλάδο του τουρισμού και της φιλοξενίας, έπληξε τη ζήτηση.