Ο όρος ψηφιακοί νομάδες (digital nomads) δεν είναι καινούριος. Χρησιμοποιείται εδώ και μερικές δεκαετίες (ο πρώτος ψηφιακός νομάς καταγράφηκε το 1983 ενώ ως όρος εμφανίστηκε σε ένα βιβλίο το 1997) για να περιγράψει όλους όσοι εργάζονταν, χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία, εξ αποστάσεως. Σήμερα, βέβαια, στην εποχή της πανδημίας, ο όρος αυτός έχει αποκτήσει άλλη διάσταση, περιγράφοντας όσους εργάζονται οπλισμένοι με έναν φορητό υπολογιστή μακριά από το σπίτι.
Κάποτε οι digital nomads ήταν η εξαίρεση, σήμερα πλέον τείνει να γίνει ο κανόνας. Όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι πλέον εργάζονται σε απόμακρα σημεία όχι μόνο επειδή αναγκάζονται να το κάνουν, αλλά και επειδή πλέον αντιλαμβάνονται τα πλεονεκτήματά του (π.χ. εργασία σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, δίπλα στο κύμα).
Ανήκουν κυρίως στη γενιά των millennials, οι οποίοι έχουν διαθέσιμο εισόδημα, «ευέλικτο» τρόπο ζωής, αλλά και την έντονη ανάγκη να ξεφύγουν. Μπορεί να είναι freelancers ή να εργάζονται σε κάποια επιχείρηση (σ.σ. στις περιπτώσεις αυτές το κόστος το αναλαμβάνει ο εργοδότης). Αναζητούν αυθεντικές εμπειρίες (αρκετοί θέλουν να ζήσουν και σαν ντόπιοι), γι’ αυτό καλό είναι να έχουν καλλιεργηθεί εκ των προτέρων καλές σχέσεις και συνεργασίες με τοπικές επιχειρήσεις.
Η τάση αυτή επηρεάζει διάφορους κλάδους, ιδιαίτερα όμως τον χώρο της φιλοξενίας, χωρίς αυτό ωστόσο να σημαίνει ότι οι ψηφιακοί νομάδες είναι αποκλειστικό προνόμιο των μεγάλων ξενοδοχείων.
Θεωρητικά ακόμα και μικρά ξενοδοχεία θα μπορούσαν να καταστήσουν τις εγκαταστάσεις τους ελκυστικές, προσελκύοντας και αυτό το, πολλά υποσχόμενο, τμήμα της αγοράς, το οποίο, όπως φαίνεται, ήρθε για να μείνει. Πέρα από το προφανές, τις υψηλές ταχύτητες και το δωρεάν Wi-Fi, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στα εξής:
Περισσότερα στο σύνδεσμο που ακολουθεί:
Digital Nomads. Πώς ένα μικρό ξενοδοχείο μπορεί να τους προσελκύσει